-
41 γυμνός
A naked, unclad,γ. περ ἐών Od.6.136
, etc.;τὰ γ. Thphr.Char.4.4
: [comp] Comp.,Ἴρου γυμνότερος Procop.Gaz.Ep. 122
; γυμνὸν στάδιον, opp. ὁπλιτοδρόμος, Pi.P.11.49.2 unarmed,οὐδ' ὑπέμεινε Πάτροκλον, γυμνόν περ ἐόντ' ἐν δηϊοτῆτι Il.16.815
, etc.;γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν Plu.Fab.11
; parts not covered by armour, exposed parts,Th.
3.23, X.HG4.4.12; esp. right side (the left being covered by the shields), Th.5.10.71.3 of things bare, γ. τόξον an uncoveredbow,i.e. taken out of the case, Od.11.607;γ.ὀϊστός 21.417
;γ. μάχαιραι Theoc.22.146
;ξίφος A.R.1.1254
;γ. τῇ κεφαλῇ Pl.Phdr. 243b
.4 c.gen., stripped of a thing,κολεοῦ γ. φάσγανον Pi. N.1.52
, cf. X.Ages.2.14;κᾶπος [δένδρων] γ. Pi.O.3.24
;γ. ὀστράκων A.Fr. 337
;γ. προπομπῶν Id.Pers. 1036
(lyr.); (but alsoγ. τῶν ἀριστείων ἄτερ S.Aj. 464
): in Prose,γ. ὅπλων Hdt.2.141
(v.l.);ἡ ψυχὴ γ. τοῦ σώματος Pl.Cra. 403b
, cf. R. 577b, Grg. 523d: [comp] Comp.ἀνδριάντων -ότερος D.Chr.34.3
.5 lightly clad, i.e. in the undergarment only, Hes.Op. 391, Ar.Nu. 498, Pl.R. 474a, Luc.Herm.23;μικροῦ γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ D.21.216
; of horses, without harness, Arr. Cyn.24.3.6 of facts, naked, bald,γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων D.S.1.76
;γ. τὸ ἔργον διηγήσασθαι Luc.Tox.42
; ;γ. χρῆσθαι τῇ μιμήσει Demetr.Eloc. 112
. Adv. - ῶς baldly, Sch.A.Pers. 740.9 beardless, A.R.2.707.10 scalped, Archil.161.11 γυμνή· ἄνηβος, Hsch.12 prov. of impossibilities,γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις Pherecr.144
, Philem.12. (Akin to Skt. nagnás, Lat. nādus, etc.; cf. λυγνός.) -
42 παραφύω
II [voice] Pass., with [tense] pf. and [tense] aor. 2 [voice] Act., grow beside or at the side, Hdt.2.92, Arist.PA 658a26, Thphr.HP3.17.3, Plu.Dem.31, Plot.5.2.2 ;ἐκ τῶν παραπεφυκότων δένδρων Ael.VH3.1
; ;παραπέφυκεν ἡ Γνάθαινα πλησίον Anaxil.22.13
;τῶν ὀδόντων οἱ παραφυόμενοι τοῖς κατὰ φύσιν Gal.18(2).980
, cf. Dsc.Eup.1.50 ; to be adherent, Gal.2.258.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφύω
-
43 συνδιοικέω
A administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7;ἀγῶνα Milet.1(7).203a17
(ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with,μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως.. SIG353.5
(Ephesus, iv B.C.):—[voice] Med.,παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως.. Thphr.Char.21.11
(s.v.l.):—[voice] Pass., share the advantage of,τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιοικέω
-
44 κόπτω
κόπτω impf. ἔκοπτον; 1 aor. ἔκοψα, mid. ἐκοψάμην; fut. mid. κόψομαι. Pass.: 2 aor. ἐκόπην (Hs 8, 1, 4); pf. ptc. κεκομμένος (Hs 8, 1, 4) (Hom.+; ins, pap, LXX; TestSol; ApcSed 7:10; Ar. 8, 2; Just.; Mel., P. 19, 128; 29, 201)① cut (off) act. (Jos., Vi. 171; Just., D. 86, 6) τὶ ἀπό (or ἔκ) τινος someth. fr. someth. (Quint. Smyrn. 11, 71 κ. τι ἀπό τινος) κλάδους ἀπὸ τ. δένδρων Mt 21:8. κλάδους ἀπὸ τῆς ἰτέας Hs 8, 1, 2; cp. 4; 8, 3, 1; 8, 4, 4f. στιβάδας ἐκ τῶν ἀγρῶν leafy branches from the fields Mk 11:8 (cp. X., Hell. 5, 2, 43; POslo 17, 7 [136 A.D.]; Is 44:14 ξύλον ἐκ τοῦ δρυμοῦ; 2 Ch 2:15; SibOr 3, 651).—Fig. πολὺ κόψετε τῶν προτέρων ὑμῶν ἁμαρτιῶν you will cut off many of your former sins Hs 6, 1, 4.② beat one’s breast as an act of mourning, mid. (Aeschyl., Pers. 683, cp. Cho. 22–31; Pla., Phd. 60b; LXX; Jos., Ant. 7, 41; s. κοπετός) κ. τὰ στήθνη beat their breasts (PGM 36, 139) GPt 8:28. Then abs. mourn (greatly) (Lucian, De Sacrific. 15; 3 Km 13:29 v.l.; Zech 7:5) Mt 24:30; GPt 7:25; (w. θρηνεῖν, q.v. 2 and 3 and Jos., Ant. 8, 273) Mt 11:17; Lk 23:27; (w. κλαίειν, q.v. 1) GPt 12:52, 54; GJs 17:2. W. cognate acc. δύο κοπετοὺς ἐκόπτετο GJs 2:1. κ. ἐπὶ σάκκου καὶ σποδοῦ mourn in sackcloth and ashes B 7:5 (the unusual use of ἐπί is prob. to be explained by the fact that the mourner sat on ashes; cp. 3:2). W. acc. foll. mourn someone (Aristoph., Lys. 396; Pla., Rep. 10, 619c; Anth. Pal. 11, 135, 1; Gen 23:2; 1 Km 25:1 al.; Jos., Ant. 13, 399) Lk 8:52; cp. 23:27; GJs 24:3. τὴν χηροσύνην … τὴν ἀτεκνίαν 2:1. Also ἐπί τινα mourn for someone (2 Km 1:12; 11:26 v.l.) Rv 1:7; 18:9.—EMartino, Morte e pianto rituale nel mondo antico, ’58, 217–20 (lit.). The principal themes of lamentation Hom., Il. 18, 22–64.—B. 553; 557. DELG. M-M. TW. -
45 παρά-φυσις
παρά-φυσις, ἡ, = παραφυάς; δένδρων, Poll. 7, 145; von Thieren, περὶ παραφύσεως τῶν πλεοναζόντων ἢ ἐλλειπόντων μορίων, Arist. gener. anim. 4, 4; Theophr. u. Sp.
-
46 γυμνος
31) голый, нагой, неодетый Hom., Her., Xen.γυμνὸν στάδιον Pind. — состязание голых бегунов;
γυμνῇ τῇ κεφαλῇ Plat. — с непокрытой головой;γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων Diod. — при рассмотрении (одних лишь) голых фактов2) полуодетый, в нижнем белье(γ. ἢ χιτωνίσκον ἔχων ἄζωστος Plat.; γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ Dem.)
3) обнаженный, вынутый из ножон(φάσγανον Pind.; μάχαιραι Theocr.)
; вынутый из колчана(ὀϊστός Hom.)
; вынутый из футляра(τόξον Hom.)
4) без доспехов(νέκυς Hom.)
5) не прикрытый броней или щитом(τὰ γυμνὰ παρέχειν Xen.)
6) лишенный, неимеющий(δένδρων Pind.; προπομπῶν Aesch.; ὅπλων Her.; ἐσθῆτος Diod.)
ἥ ψυχέ γυμνέ τοῦ σώματος Plat. — душа, освободившаяся от тела -
47 εκσωζω
спасать, избавлять(τινά Soph., Her.; τινὰ χερός τινος Eur.; τινὰ ἐκ τῶν κινδύνων Plat.)
ἐκοῶσαί τινα εἰς φάος νεκρῶν πάρα Eur. — вывести кого-л. из страны мертвых на свет;med. — спасать для себя или спасаться;ἔ. νῆσον (v. l. ἐκφέρεσθαι) Aesch. — искать убежища на острове;βίοτον ἐ. Aesch. — спасать свою жизнь;ὃσα δένδρων ὑπείκει κλῶνας ἐκσώζεται Soph. — деревья, которые подаются (гнутся), сохраняют свои ветви -
48 κενος
эп.-ион. κενεός и κεινός 3(compar. κενότερος и κενώτερος, superl. κενότατος и κενώτατος)1) пустой, порожний(τρυφάλεια, τὰ ὄχεα, νῆες Hom.; οἴκησις, εὐνή, τράπεζαι Soph.; τάφος Eur.)
ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κεινῆς (sc. γῆς) κρατεῖν Soph. — лучше управлять мужами, чем безлюдной страной2) пустой, бесплодный, напрасный(εὔγματα Hom.; ἐλπίδες Aesch.; κήρυγμα NT.)
3) пустой, неосновательный, бессмысленный(γνώμη Soph.; φόβος Eur.; φρόνημα, λόγοι Plat.; ἄνθρωπος NT.)
διὰ κενῆς Thuc., ἐν κενοῖς Soph. и εἰς κενόν Diod. — бесцельно, попусту, впустую;ἥ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων Thuc. — пустое потрясание оружием;ἥκεις οὐ κενή Soph. — ты пришла не даром4) лишенный, не имеющий(τοῦ νοῦ, φρενῶν Soph.; συμμάχων, δακρύων Eur.; τὸ πεδίον κενὸν δένδρων Plat.)
κ. ἐπιστήμης Plat. — невежественный;ὑπ΄ ἄσθματος κ. Aesch. — еле переводящий дыхание (от усталости);κενέ λέαινα Soph. — покинутая (львом, т.е. одинокая) львица;σῶμα κενόν Plut. — изможденное тело;τὰ ιερὰ κενὰ πάντων Xen. — совершенно опустошенные храмы5) пустой, глупый(ἀνόητος καὴ κ. Arph.)
-
49 κοπτω
(fut. κόψω; эп. part. pf. 2 κεκοπώς; pass.: aor. 2 ἐκόπην, pf. κέκομμαι)1) ударять, бить(τινὰ ἀμφὴ κάρη χερσί, τινὰ παρήϊον Hom.)
; med. бить себя (в отчаянии)(κ. κεφαλήν Her.; στένει, κέκοπται, sc. ἄστυ Σούσων Aesch.)
2) med. ( с биением себя в грудь) горько оплакивать(τινα Arph., NT.; ἐπί τινα и ἐπί τινι NT.)
3) толкать, по(д)гонять(τόξῳ, sc. ἵππους, τινὰ μετάφρενον ἠδὲ καὴ ὤμους Hom.)
4) чеканить(νόμισμα Xen., Arst., Plut.)
5) ковать(δεσμούς Hom.)
6) стучать(ся)(τέν θύραν Arph.)
7) толочь, дробить, разбивать(τὰς πέτρας λίθοις Arst.; κόνις κοπτομένη Hes.)
8) расшибать9) ( о лошади) трясти, утомлять тряской(τὸν ἀναβάτην Xen.)
10) ранить, разить, поражать(ῥήμασι καὴ κοπίσιν Anth.; med. τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι Her.)
11) ( о змее) кусать(τινὰ κατὰ στῆθος Her.)
12) бить клювом, клевать(ὅ κίρκος ἕλκη ποιεῖ κόπτων Arst.; ἀετοὴ κόπτουσι τὰ ὁμόφυλα καὴ φονεύουσι Plut.)
13) ( о рыбах) ловить ртом, клевать(κοπτόντων τῶν ἰχθυδίων Arst.)
14) ловить добычу, охотиться(ὅ ἁλιάετος καὴ τὰ λιμναῖα κόπτει Arst.)
15) убивать, умерщвлять(ἄνδρα Aesch.; ἱκτῆρας ξένους Eur.)
16) убивать на мясо, зарезывать(ὗν Hom.; βοῦς καὴ ὄνους Xen.)
17) отсекать, отрубать, срезывать(χεῖρας καὴ πόδας, κεφαλέν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κλάδους δένδρων NT.; κύπερος κεκομμένος Her.)
18) разорять, опустошать(χώραν Xen., Plut.)
19) наносить пробоины, повреждать(τὰς ναῦς Plut.)
φρενῶν κεκομμένος Aesch. — безумный20) мучить, донимать, утомлять(ἐρωτήμασιν ἀχαίροις Plut.)
21) волновать(θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς, перен. τὸν ὕπνον ἁ φροντὴς κόπτοισα Theocr.)
-
50 στιχος
I.gen. к * στίξ См. στιξII.(ῐ) ὅ1) ряд, линия(τῶν δορυφόρων, δένδρων Xen.)
2) стихотворная строка, стих Arph.τέτταρες ἡρωϊκοὴ στίχοι Plat. — четыре героических стиха, т.е. гексаметрическое четверостишие
-
51 βίος
A life, i. e. not animal life ([etym.] ζωή), but mode of life (cf.εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11
), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals,διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14
, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; alsoζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA 736b13
);ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491
;ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254
;αἰῶνα βίοιο Hes.Fr. 161
;τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr. 537
(lyr.);ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC 1364
;βίον διαγαγεῖν Ar. Pax 439
; ;διατελεῖν Isoc.6.45
; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5;τελευτᾶν Isoc.4.84
;ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg. 870e
;ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17
;τέρμα βίου περᾶν S.OT 1530
;ὁδὸς βίου Isoc.1.5
, cf. X.Mem.2.1.21; ; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; soΤαρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11
;β. ζωῆς Pl.Epin. 982a
(cf. βιοτή); ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100
;ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8
;λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263
;σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66
: rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg. 733d, cf. Arist.EN 1095b15, Pol. 1256a20.2 in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag. 1517 (lyr.); ;φείδεσθαι βίου Id.Ph. 749
; νοσφίζειν τινὰ βίου ib. 1427, etc.3 lifetime,ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109
;τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a
, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος), βίος ἐπηετανός Hes.Op.31
, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; , cf. 933, 1282;κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp. 450
; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib. 451; β. πολύς ib. 861; ;βίον κεκτημένος Philem.99.4
; ὁ ῐδιος β. private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριος, = corn, A.Fr.44.III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simplyὁ βίος Id.P.1.211
; ὁ β. ὁ κοινός ib. 237;μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226
; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public',ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4
.V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', j[imacracute]vati 'live', Lat. uīvus, etc.) -
52 δασύς
I with a shaggy surface,1 hairy, shaggy,δέρμα.. μέγα καὶ δ. Od.14.51
; ὀ δ. γενέσθαι, of the bald, recover their hair, Hp. Aph.6.34; of young hares, downy, Hdt.3.108; γέρρα δ. βοῶν, βοῶν δασειῶν ὠμοβόεινα shields of skin with the hair on, X.An.5.4.12, 4.7.22;ὀσφὺν δασέαν SIG1037.6
(Milet., iv/iii B. C.); of birds, Thphr. Fr. 180;τὰ σώματα δασεῖς Arr.Ind.24
: [comp] Sup., Arist.Phgn. 812b17. Adv. δασέως, ἔχειν περὶ τὴν κοιλίαν ib.15.2 thick with leaves, Od.14.49; θρίδαξ δασέα, opp. παρατετιλμένη, Hdt.3.32; of places, thickly wooded, bushy, abs., Id.4.191, cf. Hp.Aë. 1; διὰ.. τῶν δασέων through the thickets, Ar.Nu. 325: c. dat. modi,δ. ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21
; ἴδησι παντοίῃσι ib. 109;ἐλαίαις Lys.7.7
: rarely c.gen.,δ. παντοίων δένδρων X.An.2.4.14
; τὸ δ. bushy country, ib.4.7.7;δ. γῆ Schwyzer 734
([place name] Zelea).3 generally, rough, thick,μαλακαὶ καὶ δ. νεφέλαι D.S. 3.45
.4δ. οὖρα
cloudy,Hp.
Epid.7.112.2 aspirated, Arist.Aud. 804b8, Ph.1.29, D.T.631.22, etc.; ἡ δασεῖα (Sc. προσῳδία) Seleuc. ap. Ath.9.398a, A.D.Synt.319.20;δ. τὸ θ καὶ τὸ φ καὶ τὸ χ D.H.Comp.14
. Adv. -έως, ἀναγνῶναι, ἐκφέρειν, A.D.Pron.78.16,S.E.M.1.59.III δ. παράγωγος, Hsch. (Perh. for δ[ngnull]-δύς, cf. Lat. densus.) -
53 κενός
κενός, ή, όν, [dialect] Ion. and poet. [full] κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; [dialect] Ep. also [full] κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., andAκενός Od.22.249
(s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 ([comp] Comp.), and in [dialect] Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); [dialect] Aeol. [full] κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: [comp] Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς.. οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true [dialect] Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. [full] κενευϝός Schwyzer683.4.I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq. 280; opp. πλήρης, Id.Nu. 1054; opp. μεστός, Diph.12;κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42
;νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
;κεναῖς χερσίν Pl.Lg. 796b
(v. infr. 11.2); τὸ κ. (sc. τάλαντον ) the empty one, Ar.Fr.488.5;κ. οἴκησις S.Ph.31
;γῆ Id.OT55
; ; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85;κ. τάφος E.Hel. 1057
; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κ. χρόνος a pause in music, Anon.Bellerm.83;σφυγμὸς κ. Agathin.
ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κ. the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κ., = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph. 208b26, cf. 213a13 sqq., Cael. 279a13;κ. χώρα Pl.Ti. 58a
; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet,κ. δρόμος Man.2.452
, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.2 empty, fruitless, void,κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249
(v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers. 804;γνώμα Pi.N.4.40
, cf. S.Ant. 753; ; ; τέρψις ib. 577; , cf.X.An.2.2.21; , etc.;κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150
;λοιδορία κ. Id.2.5
; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κ. prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp. 470b12; ineffectual,λύγξ Th.2.49
; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.;πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN 1116b7
;κ. δόξαι Epicur. Sent.15
; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59;κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16
; freq.in adverbial usages, neut.pl.,κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν throw without a projectile, Arist.Pr. 881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V. 929;μάτην διὰ κ. Pl.Com.174.21
;οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κ. Men.Sam. 260
; ;κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167
D.;εἰς κενόν D.S. 19.9
, Hld.10.30;εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746
;εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51
; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κ. βαίνειν, = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv.κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κ. Arist.de An. 403a2
;λογικῶς καὶ κ. Id.EE 1217b21
;μὴ κ. πόνει Men.1101
, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.II of persons and things,1 c.gen., destitute, bereft, ; ; ;συμμάχων κ. δόρυ Id.Or. 688
;πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a
; κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, Id.Ti. 75a, R. 486c; κ. πόνου without the fruits of toil, A.Fr. 241.2 abs., empty-handed, , cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131;κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th. 353
(lyr.);ἥκεις οὐ κενή S.OC 359
, cf.Tr. 495;οὐθ' ὑπεργέμων.. οὔτε κ. Alex.216
; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.);κ. ἂν ἴῃ.., κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e
;κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42
; bereft of her mate, ; orphan, ; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted.., A.Pers. 484; of places, without garrison,χῶραι Aeschin.3.146
, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.b devoid of wit, vain, pretentious,κεινὸς εἴην Pi.O.3.45
;διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant. 709
;ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra. 530
, cf.Ep.Jac.2.20.III [comp] Comp. and [comp] Sup.,κενότερος Stratt.10
D.; - ότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, -ώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN 1107a30 ([comp] Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62. -
54 ἀντικαταφυτεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικαταφυτεύω
-
55 Ἑρμῆς
AἙρμῆς Od.5.54
, etc.: acc.Ἑρμῆν 8.334
, etc., [dialect] Ion.Ἑρμέην Hdt.5.7
, late ([place name] Nubia): dat.Ἑρμῇ Od.14.435
,Ἑρμέᾳ Il.5.390
: voc.Ἑρμῆ h.Hom.18.12
, A.Pers. 629, Eu.90: [dialect] Ep. gen. , h.Ven. 148, Hdt.5.7, etc.; lengthd.Ἑρμείω Il.15.214
:—[dialect] Ep. nom. [full] Ἑρμείας, Od.1.42, al., IG5(2).558 (Arc.), acc.- αν Od.1.38
, 5.28, al.; later [full] Ἑρμείης, Call.Dian.69, etc.; gen.Ἑρμείαο Od.12.390
, 15.319,Ἑρμεία AP7.480
(Leon.); dat.Ἑρμείᾳ IG12.631
(vi B. C.); voc.Ἑρμεία Od.5.29
, al.:—[dialect] Boeot. and [dialect] Dor. nom. [full] Ἑρμᾶς, gen. ᾶ, Corinn. Supp.2.57, Pi.P.2.10, etc., voc. , acc. Ἑρμᾶν ib. 273: also [full] Ἑρμάων [pron. full] [ᾱ], Hes. Fr.23, Bion Fr.7. 8, AP4.3b.64 (Agath.):—[var] contr. [full] Ἑρμάν (not [suff] ἑρμην-ᾶν), ᾶνος, Call.Fr.32 P., IG5(2).360, al.(Arc.),ib.5(1).1390.33 (Andania, i B.C.),Supp.Epigr. 2.165 ([place name] Laconia): Thess. dat.Ἑρμαίου IG9(2).716
(dub.), Ἑρμάου ib. 715, al., Ἑρμάο ib.471, Ἑρμᾶ ib.356: Cret. acc. :—Hermes, son of Zeus and Maia, Od.5.28, 14.435, Hes.Th. 938, etc.2 pillar surmounted by bust, at Athens and elsewhere, And.1.37, Th.6.27, etc.;τῶν ἱερῶν Ἑρμῶν IG12(8).188.14
([place name] Samothrace) ; as a decorative piece, with two faces, Keil-Premerstein Dritter Bericht117: Ἑ. τρικέφαλος, τετρακέφαλος, Hsch.3 ὁ τοῦ Ἑρμοῦ ἀστήρ the planet Mercury, Pl.Ti. 38d, Epin. 987b, Arist.Mete. 342b33, Metaph. 1073b32, Thphr.Sign.46, etc.: later Ἑρμῆς, ὁ, in same sense, Placit.2.32.1, Plu.2.1028b, Cleom.2.7 : hence,Ἑρμοῦ ἡμέρα D.C.37.19
.4 Ἑρμαῖ· παραφυάδια δένδρων ἄχρηστα, Hsch.II prov. and phrases:1 Ἑρμῆν ἕλκειν to make a last effort, from the parting cup at a feast being drunk to Hermes, Stratt.22.4 Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε 'Hermes is come in', a saying used when conversation suddenly ceased, Plu.2.502f.5 τὸ Ἑρμοῦ ῥαβδίον, like 'Fortunatus' cap', Arr.Epict.3.20.12.6Ἑρμοῦ βοτάνιον, Ἑρμοῦ πόα,=λινόζωστις, Dsc.4.189, Plin.HN25.38.
См. также в других словарях:
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων … Dictionary of Greek
κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek